πελώρα

πελώρα
πελώρᾱ , πέλωρος
monstrous
fem nom/voc/acc dual
πελώρᾱ , πέλωρος
monstrous
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πέλωρα — πέλωρον portents neut nom/voc/acc pl πέλωρος monstrous neut nom/voc/acc pl πέλωρος monstrous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλωρ' — πέλωρα , πέλωρον portents neut nom/voc/acc pl πέλωρα , πέλωρος monstrous neut nom/voc/acc pl πέλωρα , πέλωρος monstrous neut nom/voc/acc pl πέλωρε , πέλωρος monstrous masc voc sg πέλωρε , πέλωρος monstrous masc/fem voc sg πέλωραι , πέλωρος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελώρας — πελώρᾱς , πέλωρος monstrous fem acc pl πελώρᾱς , πέλωρος monstrous fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλωρος — ώρη, ον και πέλωρος, ον, Α 1. τεράστιος, τερατώδης, υπερμεγέθης, πελώριος 2. φοβερός, τρομερός 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πέλωρα γιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, Υμν. Ερμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» ή… …   Dictionary of Greek

  • πέλωρον — τὸ, Α 1. (για τη Γοργόνα, για ζώα ασυνήθιστου μεγέθους και κυρίως για μεγάλο ελάφι, για τα μαγεμένα ζώα τής Κίρκης) θηρίο, τέρας 2. φρ. («πέλωρα θεῶν» σημεία φοβερά ή περίτρανα σταλμένα από τους θεούς, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”